- εκκοπρώ
- ἐκκοπρῶ (-όω και -έω) (Α)εκκοπρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεκκοπρώ — όω, ΜΑ καθαρίζω προηγουμένως από τα περιττώματα, από τις κοπριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκοπρῶ «καθαρίζω από την κόπρο»] … Dictionary of Greek